ισορροπώ

ισορροπώ
ισορροπώ, ισορρόπησα, ισορροπημένος βλ. πίν. 73
——————
Σημειώσεις:
ισορροπώ : η μτχ. ισορροπημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο αυτός που έχει ή φανερώνει διανοητική ή ψυχική ισορροπία.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισορροπώ — (ΑΜ ἰσορροπῶ, έω) [ισόρροπος] 1. έχω ισορροπία 2. εξουδετερώνω αντίθετες δυνάμεις, αντισταθμίζω νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ισορροπημένος, η, ο αυτός που έχει διανοητική ισορροπία, λογικός, μετρημένος …   Dictionary of Greek

  • ισορροπώ — ισορρόπησα, ισορροπημένος 1. μτβ., επιφέρω ισορροπία: Ισορροπούμε το ζυγό. 2. αμτβ., βρίσκομαι σε ισορροπία: Ο ζυγός ισορροπεί. 3. μτφ., βρίσκομαι σε καλή διανοητική κατάσταση: Ισορροπημένος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσορρόπω — ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσορρόπῳ — ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσορρόπωι — ἰσορρόπῳ , ἰσόρροπος in equipoise masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιζυγώ — ἀντιζυγῶ ( όω) (AM) [αντίζυγος] αντισταθμίζω, ισορροπώ …   Dictionary of Greek

  • αντιρρέπω — ἀντιρρέπω (Α) 1. ρέπω προς το αντίθετο μέρος 2. ισορροπώ …   Dictionary of Greek

  • αντισταθμίζω — (Α αντισταθμίζω) ισοσταθμίζω, ισορροπώ …   Dictionary of Greek

  • αντισταθμώ — ἀντισταθμῶ ( άω) (Α) κ. ώμαι (Μ) αντισταθμίζω, ισορροπώ …   Dictionary of Greek

  • ερματίζω — (AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) [έρμα] τοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατο αρχ. 1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.) 2. μέσ. ἑρματίζομαι α) ισορροπῶ β) παίρνω κάτι ως στήριγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”